χαυνότητα

χαυνότητα
η / χαυνότης, -ητος, ΝΜΑ [χαῡνος]
η ιδιότητα τού χαύνου, νωθρότητα, μαλθακότητα
αρχ.
1. το να έχει κάτι πορώδη, σπογγώδη υφή, να έχει αραιή σύσταση, να μην είναι συνεκτικό, να είναι μαλακό (α. «γῆ ὑπὸ χαυνότητος εὔθρυπτος», Πλούτ.
β. «τὰ φυτὰ κίνδυνος σήπεσθαι μὲν δ' ὑγρότητα, αὐαίνεσθαι δὲ διὰ ξηρότητα, θερμαινομένων διὰ χαυνότητα τῆς γῆς τῶν ῥιζῶν», Ξεν.)
2. (σχετικά με επίδεσμο) χαλαρότητα
3. μτφ. α) αποχαύνωση, αποβλάκωση
β) ψυχική κενότητα («δειλία και χαυνότης», Σχόλ. Ιλ.)
γ) αλαζονεία
δ) μικροψυχία («περὶ δὲ τιμὴν καὶ ἀτιμίαν μεσότης μὲν μεγαλοψυχία
ὑπερβολὴ δὲ χαυνότης τις λεγομένη», Αριστοτ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • χαυνότητα — η 1. η ιδιότητα του χαύνου, η πλαδαρότητα. 2. νωθρότητα, ατονία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χαυνότητα — χαυνότης porousness fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εκχαυνώνω — (Α ἐκχαυνῶ, όω) 1. φέρνω κάποιον σε χαυνότητα, σε ανόητη κατάπληξη, τόν κάνω να χάσκει, να σαστίσει, τόν αποχαυνώνω 2. κάνω κάποιον ανόητα υπερόπτη ή αλαζόνα …   Dictionary of Greek

  • μαλακισμός — μαλακισμός, ὁ (Α) [μαλακίζομαι] εξασθένηση, χαυνότητα …   Dictionary of Greek

  • μεθημοσύνη — μεθημοσύνη, ἡ (Α) [μεθήμων] υποχώρηση, χαυνότητα, αμέλεια, αδιαφορία («τάχα δή τι κακὸν ποιήσετε μεῑζον τῇδε μεθημοσύνη», Ομ. Ιλ.) …   Dictionary of Greek

  • μυριοχαύνη — μυριοχαύνη, ἡ (Α) γυναίκα που κάνει άπειρα ακκίσματα, γεμάτη χαυνότητα, φιληδονία. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυρι(ο) * + χαύνη, θηλ. τού επιθ. χαῦνος] …   Dictionary of Greek

  • νωθρός — ή, ό (ΑΜ νωθρός, ά, όν) 1. βραδυκίνητος, οκνηρός, χαύνος 2. ανόητος, βραδύνους («νωθροί πως ἀπαντῶσι περὶ τὰς μαθήσεις», Πλάτ.) αρχ. 1. (για τις αισθήσεις) αμβλύς («ἐπεὶ νωθροὶ γεγόνατε ταῑς ἀκοαῑς», ΚΔ) 2. μικρός, ανίσχυρος 3. αυτός που κάνει… …   Dictionary of Greek

  • νωθρότητα — η (Α νωθρότης) [νωθρός] 1. δυσκινησία, βραδύτητα, οκνηρία, χαυνότητα 2. πνευματική αμβλύνοια …   Dictionary of Greek

  • νωθρώδης — νωθρώδης, ῶδες (ΑΜ) [νωθρός] μσν. ανόητος αρχ. αυτός που συνοδεύεται από νωθρότητα, από χαυνότητα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”